- πενομένοις
- πένομαιtoilpres part mp masc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκδίδωμι — Α [ἐκδίδωμι] 1. εκδίδω κάτι μαζί με κάποιον 2. παραδίδω κάτι μαζί με κάποιον 3. απορρίπτω κάτι επί πλέον 4. βοηθώ κάποιον να προικίσει την κόρη ή την αδελφή του («συνεκδιδόντες πενομένοις θυγατέρας», Πλούτ.) 5. (αμτβ.) τελειώνω, λήγω με όμοιο… … Dictionary of Greek